- ἐξαπονίζω
- ἐξ-απο-νίζω: only ipf., τοῦ (more natural than τῷ) πόδας ἐξαπόνιζε, out of which she used to wash feet, Od. 19.387†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] … Dictionary of Greek
ἐξαπενίζοντο — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιζεν — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιπτε — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)